- επικαλούμαι
- 1) abondance2) alléguer3) arguer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
επικαλούμαι — επικαλούμαι, επικαλέστηκα βλ. πίν. 78 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικαλούμαι — επικαλέστηκα, επικαλεσμένος, μτβ. 1. επονομάζομαι: Νικόλαος Πλαστήρας, ο επικαλούμενος Μαύρος Καβαλάρης. 2. κάνω έκκληση, προσκαλώ κάποιον σε βοήθειά μου: Επικαλούμαι το Χριστό. 3. προβάλλω κάτι για όφελός μου, καταφεύγω σε κάτι για υπεράσπισή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικαλοῦμαι — ἐπικαλέω summon pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐπικαλέω summon fut ind mid 1st sg (attic epic doric) ἐπικαλέω summon pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαναεπικαλούμαι — επικαλούμαι πάλι το όνομα τού θεού ή αγίου προσώπου λέγοντας κάποια προσευχή … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
Agni Parthene — Icône byzantine de la Vierge Marie Agni Parthene (grec moderne Αγνή Παρθένε,« O Vierge Pure » ) est un hymne non liturgique composé en grec par saint Nectaire d Egine au XIXe siècle pendant qu il était directeur de l École de… … Wikipédia en Français
JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 … Hofmann J. Lexicon universale
αλληλεπικαλούμαι — ( έομαι) και αλληλο επικαλούμαι κάποιον, ζητώ τη βοήθεια ή τη μαρτυρία του και αντίστοιχα με επικαλείται και αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επικαλούμαι] … Dictionary of Greek
επανακαλώ — (AM ἐπανακαλῶ, έω) ανακαλώ, μετακαλώ κάποιον εκ νέου, τόν επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση («επανακαλούνται όλοι οι αδειούχοι») μσν. σώζω αρχ. μσν. 1. επικαλούμαι επί πλέον («ἰήιον ἐπανακαλέω Παιᾱνα», Αισχύλ.) 2. απλώς επικαλούμαι … Dictionary of Greek
επιθεάζω — ἐπιθεάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς εναντίον κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος») 2. επιθειάζω, επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θε άζω (< θεός)] … Dictionary of Greek
επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… … Dictionary of Greek